- σταθμόνες
- οἱ, Αυποστηρίγματα, κολόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρλλ. τ. τού σταθμός* με σημ. «κολόνα, υποστήριγμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek